принимать ~ - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

принимать ~ - translation to ρωσικά


принимать      
принять
v.
take, receive, accept, admit, assume; принимать во внимание, take into account; bear in mind
принимать      

I


см. тж. за ... принимается


• We set (or put) dv = z[sub]x,j[/sub]dx[sub]j[/sub];.


• We adopted this as a standard procedure.


II


см. если принять за; считать


III


• This smooth and adherent oxide directly accepts a one-coat porcelain enamel.


• It is essential that aluminium surfaces be cleaned and made receptive to the enamel.


IV


[com]USAGE: [lang id=2]~ (на вооружение)[/lang] [/com]


разг.


• This method was adopted after the discovery of ...

принимать меры      

Provision has been made for supplying more highly developed systems.


Care was taken to maintain a low concentration of ...


Make sure (or See to it that) all screws are tightened up.


Precautions have been taken to reduce effects of vibrations in the analyzer.


Steps should be taken to ensure proper filtration.


• The airship net which is held down by sand bags is permitted to rise slowly, care being taken that the envelope does not slip out from under the net.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για принимать ~
1. Аргументы Гайдара можно принимать или не принимать.
2. - Принимать - так принимать, если команде это нужно.
3. "Талибан" отказывается принимать условия. ется принимать условия.
4. Либо надо принимать идею выборов, либо не принимать.
5. Такова профессия, и надо принимать или не принимать ее издержки.
Μετάφραση του &#39принимать&#39 σε Αγγλικά